- υδροπυρόλυση
- η, Ντεχνολ. διεργασία πυρόλυσης σε ατμόσφαιρα υδρογόνου, η οποία επιτρέπει γενικά, στα πλαίσια τής κατεργασίας τών πετρελαίων, τη μετατροπή ενός κλάσματος τής εν κενώ αποστάξεως σε ελαφρότερα προϊόντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrocraquage < hydro- (< υδρ[ο]-*) + -craquage «πυρόλυση»].
Dictionary of Greek. 2013.